- παράκαυσις
- -αύσεως, ή, Α [παρακαίω]1. η καύση ενός υλικού κοντά σε κάτι άλλο («ἔλαιον εἰς παράκαυσιν εἰς λύχνους κίκιος δύο κοτύλας», πάπ.)2. ιατρ. καύση με καυτήρα3. φλόγωση, φλεγμονή.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παράκαυσιν — παράκαυσις burning for light fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)